- μονότειχος
- μονότειχος, τὸ (Μ) απλό τείχος χωρίς πύργους.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + τεῖχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
Πενταπύργιο — Το δεύτερο τείχος που έχτισε ο αυτοκράτορας Ηράκλειος το 624 626, στο βορειοδυτικό άκρο της Κωνσταντινούπολης, για να περικλειστεί και να προφυλαχτεί σε αυτό η συνοικία των Βλαχερνών και ο ναός και τα παλάτια της. Το Π. λεγόταν και Τείχος,… … Dictionary of Greek